- σφαλμάτων
- σφάλμαtripneut gen plσφαλμά̱των , σφαλμάωpres imperat act 3rd plσφαλμά̱των , σφαλμάωpres imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Γκάους, Καρλ Φρίντριχ — (Karl Friedrich Gauss, Μπραουνσβάιγκ 1777 – Γκέτινγκεν 1855).Γερμανός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Από πολύ μικρός έδειξε εξαιρετική ευφυΐα με την επίδοσή του στον αριθμητικό λογισμό. Το 1795 εγκαταστάθηκε στο Γκέτινγκεν όπου μελέτησε τα… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
γραμματοσημολογία — η μελέτη τών γραμματοσήμων και τών σχετικών θεμάτων (όπως τών ταχυδρομικών σφραγίδων, τής ιστορίας τών παραστάσεων τών γραμματοσήμων, τών ποικιλιών και σφαλμάτων, τών διαφόρων εκδόσεων, τών τρόπων συλλογής και ταξινομήσεως, τού ελέγχου τών… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… … Dictionary of Greek
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek